αθηνογενής

αθηνογενής
I
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Αγαλματοποιός από το Άργος, γιος του Αριστομένη. Άκμασε μεταξύ 230 και 200 π.Χ.
2. Α. ο Μέτοικος. Ο ρήτορας Υπερείδης εκφώνησε εναντίον του δύο από τους καλύτερους λόγους του (4ος αι. π.Χ.).
II
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ο ιερομάρτυρας. Καταγόταν από τη Σεβάστεια και ήταν επίσκοπος Πηδαχθόης. Στον διωγμό του Διοκλητιανού φυλακίστηκε μαζί με τους μαθητές του Ριγίνο, Μαξιμίνο, Πατρόφιλο, Άμμωνα, Θεόφραστο, Κλεόνικο, Πέτρο και Ησύχιο. Μετά από φρικτά βασανιστήρια θανατώθηκαν με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Ιουλίου.
2. Ο μάρτυς. Αναφέρεται μόνο στον Συναξαριστή Νικόδημο και λέγεται ότι μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Ιουλίου. Με βάση μια παλιά παράδοση, αναφέρεται ότι ο Α. είναι ο δημιουργός του εσπερινού ύμνου Φως ιλαρόν αγίας δόξης.
* * *
ο
αυτός που γεννήθηκε στην Αθήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀθηνογένης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηνογένην — Ἀθηνογένης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Афинодор (епископ Византийский) — Епископ Афинодор Епископ Афиноген Επίσκοπος Αθηνόδωρος Επίσκοπος Αθηνογένης 11 й епископ Византийский 144   148 …   Википедия

  • Athenogenes, S. (1) — 1S. Athenogenes, M. (18. Jan.) Griech. ᾽Αϑηνογένης = von der Athene (Minerva) entstammend etc. – Der hl. Athenogenes, im Mart. Rom. (18. Jan.) ein »alter Theologe« genannt, sang, als er zum Feuertode geführt wurde, einen Hymnus, den er seinen… …   Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • θεόφραστος — I (Ερεσσός Λέσβου 372; – 287; π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν ο διασημότερος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος τον υπέδειξε ως διάδοχό του στη διεύθυνση του Λυκείου. Έζησε στην Αθήνα, εκτός από μία σύντομη περίοδο απομάκρυνσής του (307), ύστερα από τη νίκη …   Dictionary of Greek

  • Αθηνόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τρεις Πελοποννήσιοι αγαλματοποιοί, που άκμασαν τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Ο πρώτος καταγόταν από την Αχαΐα και κατασκεύαζε χάλκινα αναθήματα στην Ολυμπία, ο δεύτερος και ο τρίτος από την Αρκαδία και φιλοτεχνούσαν… …   Dictionary of Greek

  • АФИНАГОР — [Греч. Αθηναγόρας] (II в.), греч. раннехрист. апологет. Достоверных исторических свидетельств о жизни А. практически не сохранилось. Основные источники по ранней истории Церкви («Церковная история» Евсевия Кесарийского, трактат блж. Иеронима «О… …   Православная энциклопедия

  • АФИНОГЕН — [Греч. ̓Αθηνογένης, арм. Աթաճագիճես] († 304 или 311), сщмч. (пам. 16 июля, сир. 24 июля, зап. 18 янв.), пострадал при имп. Диоклетиане вместе с 10 учениками, имена 8 из к рых приведены в службе А.: Ригин, Максимин, Патрофил, Аммон, Феофраст,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”